- βαρύγδουπος
- βᾰρύγδουπος1 loud thundering
βαρυγδούπων ἀνέμων P. 4.210
of Zeus,βαρυγδούπῳ πατρὶ O. 6.81
βαρυγδούπου Διός O. 8.44
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαρυγδούπων ἀνέμων P. 4.210
of Zeus,βαρυγδούπῳ πατρὶ O. 6.81
βαρυγδούπου Διός O. 8.44
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαρύγδουπος — και βαρύδουπος, η, ο (Α βαρύγδουπος, ον και AM βαρύδουπος, ον) αυτός που προκαλεί βαρύ γδούπο, κρότο νεοελλ. εκείνος που προκαλεί κενό, περιττό θόρυβο … Dictionary of Greek
βαρυγδούποιο — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγδούποις — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγδούποισι — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγδούποισιν — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγδούπου — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγδούπων — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυγδούπῳ — βαρύγδουπος loud thundering masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
βαρύδουπος — ον βλ. βαρύγδουπος … Dictionary of Greek
γδούπος — ο (AM γδοῡπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δούπος*. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε γδουπος έναντι εκείνων… … Dictionary of Greek